- τριημιτόνιο
- το / τριημιτόνιον, ΝΑ [τριημίτονον]μουσ. διάστημα δευτέρας ίσο προς τρία ημιτόνια, δηλαδή προς τα 3/12 τής οκτάβας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
τριημίτονον — τὸ, Α το τριημιτόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + τονον (< τόνος)] … Dictionary of Greek
τριημιτονιαίος — αία, ον, Μ αυτός που έχει ένα τριημιτόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριημιτόνιον + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek